εξαγώγιμος

εξαγώγιμος
-η, -ο (Α ἐξαγώγιμος, -ον) [εξαγωγή]
(για εμπορεύματα) ο κατάλληλος για εξαγωγή
αρχ.
1. (για λαό) αυτός που μεταναστεύει συχνά
2. ο χρήσιμος για εξαγωγή («τὰς ἐξαγωγίμους τῶν ὑδάτων τάφρους», Δίον. Αλ.)
3. (το ουδ, πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐξαγώγιμα
τα εξαγόμενα προϊόντα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • εξαγώγιμος, -η — ο ο κατάλληλος ή άξιος για εξαγωγή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐξαγώγιμον — ἐξαγώγιμος exportable masc/fem acc sg ἐξαγώγιμος exportable neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξαγωγίμους — ἐξαγώγιμος exportable masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξαγωγίμων — ἐξαγώγιμος exportable masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξαγώγιμα — ἐξαγώγιμος exportable neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έκφορος — η, ο (AM ἔκφορος, ον) (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι έκφοροι ναυτ. τα σχοινιά τής κατώτερης σειράς που χρησιμεύουν για τη συστολή ή διαστολή τών ιστίων, κοιν. μαντιζέλο μσν. ο γνωστός σε όλους αρχ. 1. αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να φέρει έξω,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”